κλουβιάζω — και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ αβγά. 2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… … Dictionary of Greek
γουριάζω — και γουργιάζω και ουργιάζω 1. (για πρόσωπο) θρηνώ, οδύρομαι 2. (για σκύλο) ουρλιάζω 3. (για πουλί) κράζω 4. (για αβγό) κλουβιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ωρύομαι κατά τα σε άζω (πρβλ. κράζω, φωνάζω) με τροπή τού ω σε ου , ανάπτυξη αρχικού γ και… … Dictionary of Greek
κλουβιαίνω — βλ. κλουβιάζω … Dictionary of Greek
κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί … Dictionary of Greek