κλουβιάζω

κλουβιάζω
κλουβιαίν||ω (αόρ. (ε)κλοόβιασα и (ε)κλούβιανα) αμετ. портиться, протухать (о лицах);
§ κλούβιασε το μυαλό μου я одурел, с ума спятил; μου κλουβιασε το μυαλό με τη λίμα του он свёл меня с ума своей болтовнёй;

κλουβιάζομαι — жить в неволе (о птицах)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κλουβιάζω" в других словарях:

  • κλουβιάζω — και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ αβγά. 2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλουβιάζω — και κλουβιαίνω [κλούβιος] 1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν») 2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο 3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε») 4. μέσ. κλουβιάζομαι (για τα πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • γουριάζω — και γουργιάζω και ουργιάζω 1. (για πρόσωπο) θρηνώ, οδύρομαι 2. (για σκύλο) ουρλιάζω 3. (για πουλί) κράζω 4. (για αβγό) κλουβιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ωρύομαι κατά τα σε άζω (πρβλ. κράζω, φωνάζω) με τροπή τού ω σε ου , ανάπτυξη αρχικού γ και… …   Dictionary of Greek

  • κλουβιαίνω — βλ. κλουβιάζω …   Dictionary of Greek

  • κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»